παραφορά

παραφορά
παρα-φορά, [dialect] Ion. [suff] παρα-ρή, [dialect] Dor. [full] παρφορά, ,
A going aside, παραφορὰς ποιεῖσθαι to make itself by-streams, of a river, Agatharch.23.
2 movemnt to and fro, Sor.1.73 : pl., Id.2.14.
3 waving of a sword, Onos.26.1.
II mostly of the mind, derangement, distraclion, A. Eu.330(lyr.) ;

τῆς αἰσθήσιος Aret.CD1.5

;

π. ἐν μέθῃ Id.SD1.6

; frenzy,

π. καὶ ἔκστασις Iamb.Myst.3.7

;

π. τῆς διανοίας Plu.2.249b

; ποδῶν π. irregular gait, Adam.2.21.
III [voice] Act., bringing up, furnishing, purveying,

ζυγάστρων SIG247 ii 21

(Delph., iv B.C.), cf. PLond.3.974 ii 5 (iv A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραφορά — παραφορά̱ , παραφορά going aside fem nom/voc/acc dual παραφορά̱ , παραφορά going aside fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφορᾷ — παραφορά going aside fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφορά — η, ΝΑ, ιων. τ. παραφορή, ἡ, δωρ. τ. παρφορά, Α [παραφέρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραφέρομαι, το να παραφέρεται κανείς, έξαψη, διέγερση από βίαιο πάθος ή συναίσθημα, παρεκτροπή από σφοδρό θυμό (α. «βρέθηκε σε παραφορά θυμού» β.… …   Dictionary of Greek

  • παραφορά — η έντονη εκδήλωση συναισθήματος, έξαψη, ταραχή, παραφροσύνη: Πάνω στην παραφορά του δεν ήξερε τι έλεγε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράφορα — (I) επίρρ. βλ. παράφορος. (II) τά, Α (κατά τον Ησύχ.) «παρατετραμμένα» …   Dictionary of Greek

  • παράφορα — παράφορον borne aside neut nom/voc/acc pl παράφορος borne aside neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφοράν — παραφορά̱ν , παραφορά going aside fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφοράς — παραφορά̱ς , παραφορά going aside fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφοραῖς — παραφορά going aside fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφοραί — παραφορά going aside fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφορᾶς — παραφορά going aside fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”